- σήραγγα
- Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των δρόμων, όπως π.χ. σε πόλεις με μεγάλη κυκλοφορία. Οι σήραγγες είναι διαφόρων τύπων, ανάλογα με τη φύση του εδάφους? Όταν αίφνης ανοίγονται σε βράχο που είναι αρκετά στερεός, δεν απαιτείται καμιά επένδυση, Συχνότερα κατασκευάζονται με πολυκεντρικές αψίδες, που στηρίζονται σε κατακόρυφα πλευρικά τοιχώματα, κατασκευασμένα από οπτοπλινθοδομή ή σκυρόδεμα. Στα ολισθηρά εδάφη, όπως π.χ. τα αργιλλούχα, απαιτείται συχνά η κατασκευή ανεστραμμένης αψίδας κάτω από το οδόστρωμα ή τη σιδηροδρομική γραμμή, ώστε να δημιουργηθεί κλειστή διατομή αντίστασης. Σε μερικές περιπτώσεις καταφεύγουμε σε σωληνοειδείς κατασκευές με κυκλική συνήθως διατομή.
Η σήραγγα απόδρασης πολιτικών κρατουμένων από τις φυλακές Βούρλων Πειραιά τον Μάιο του 1955 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Τμήμα της σήραγγας Αγίου Νικολάου στο Μέτσοβο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / σῆραγξ, -ήραγγος, ΝΜΑνεοελλ.1. φυσική δίοδος ή τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους, θολωτή υπόγεια στοά μεγάλων, συνήθως, διαστάσεων κάτω από βουνά, λόφους ή ποτάμια για την διοχέτευση υδάτων, για την διέλευση οχημάτων ή σιδηροδρομικής γραμμής, για αποκατάσταση επικοινωνίας ή για άλλους σκοπούς, τούνελ, λαγούμι2. ανατ. καθένας από τους κοίλους χώρους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις φλέβες και στις αρτηρίες τών σηραγγωδών σωμάτων, αλλ. αραίωμα3. φρ. α) «αεροδυναμική σήραγγα»(μηχ.) εγκατάσταση δοκιμών για την μελέτη τής επίδρασης τεχνητού ομοιόμορφου ρεύματος αέρα πάνω σε ομοιώματα πτητικών συσκευών και άλλων σωμάτων β) «σήραγγα περιδίνησης» — αεροδυναμική σήραγγα, όπου το ρεύμα είναι ανοδικό και κατακόρυφο για την εξουδετέρωση τής ταχύτητας πτώσης τού ομοιώματοςγ) «δίοδος σήραγγας»(ηλεκτρον.) ημιαγωγική δίοδος, λυχνία που χρησιμοποιείται ως ενισχυτής συχνοτήτων δ) «σήραγγα ταχείας ψύξης»(τροφ. τεχνολ.) διάταξη για την παραγωγή κατεψυγμένων τροφίμων, αποτελούμενη από σήραγγα μέσα στην οποία εκτονώνεται αέρας ή άζωτο, με αποτέλεσμα την δημιουργία χαμηλής θερμοκρασίαςε) «φαινόμενο σήραγγας»(πυρ. φυσ.) φαινόμενο κατά κύριο λόγο κβαντικό, σύμφωνα με το οποίο ένα κβαντόνιο έχει μη μηδενική πάντοτε πιθανότητα εξόδου του από ένα φρέαρ δυναμικού, διαπερνώντας τα τοιχώματά του σαν να διερχόταν μέσα από σήραγγααρχ.1. σπήλαιο που έχει διανοιχθεί από νερά, κοίλος βράχος, σπηλιά (α. «σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος», Πλάτ.β. «ὀ μὲν σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν», Θεόκρ.)2. στον πληθ. αἱ σήραγγεςα) οι σπογγοειδείς πόροι τών πνευμόνων («σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας», Πλάτ.)β) οι πόροι τών μαστών («φυσικαὶ τῶν μαστῶν σήραγγες», Κλήμ. Αλ.)γ) οι πόροι τών βραγχίων3. ο αυλός τού οστού4. σανίδωμα που χρησιμοποιούσε ο σηλαγγεύς*, ο χρυσωρύχος5. (κατά τον Ησύχ.) «κοιλότης, ὕφαλος, πέτρα ρήγματα ἔχουσα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῆραγξ έχει σχηματισθεί πιθ. < θ. σηρ- τού σέσηρα «δείχνω τα δόντια μου» (βλ. λ. σαίρω [Ι]) + επίθημα -αγξ (πρβλ. φάρ-αγξ)].
Dictionary of Greek. 2013.